- επαμοιβος
- ἐπαμοιβόςἐπᾰμοιβός2= ἐπημοιβός См. επημοιβος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επαμοιβός — ἐπαμοιβός, όν (Α) (για κεραμίδια στέγης) τοποθετημένος ο ένας πάνω στον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αμοιβ ός (< αμείβω «ανταλλάσσω») τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας αμειβ ] … Dictionary of Greek
ἐπαμοιβός — one upon another masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαμοιβά — ἐπαμοιβός one upon another neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμοιβός — ἀμοιβός, ο (Α) 1. αυτός που εναλλάσσεται, που παίρνει τη θέση άλλου, που διαδέχεται κάποιον 2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἀμοιβοί οι στρατιώτες που αντικαθιστούν άλλους 3. (ως επιθ.) α) αυτός που γίνεται ή δίνεται σε ανταπόδοση, σε ανταλλαγή β)… … Dictionary of Greek